τανυκρήπις

τανυκρήπις
-ιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που έχει ψηλή βάση, ψηλό υπόβαθρο
μσν.
αυτός που φορεί μεγάλα ή ψηλά υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κρηπίς, -ῖδος «υπόβαθρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τανυκρῆπις — τανυκρήπις with long fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανυκρήπιδος — τανυκρήπις with long fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”